Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀγωγιάτης, ὁ


Ερμηνεία:

 (επαγγελματίας μεταφορέας, που πληρώνεται, για να μεταφέρει πρόσωπα ή πράγματα, χρησιμοποιώντας υποζύγιο ή άμαξα)] 



Ετυμολογία:

[< αγώγι < Μεσαιων. αγώγιν < Ξενοφών αγώγιον <Ηρόδοτος, αγωγός < (Όμηρ.) άγω + -άτης]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Παρὰ τὴν βρύσιν μᾶς ἔφερεν ὁ ψυχογυιὸς τοῦ Γιαννάκη, ὁ ἀγωγιάτης, καλάθιον μὲ ἀχλάδια, ἀγγούρια, καὶ πράγματα· ἔβαλεν εἰς τὴν  ...[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: